- υπερδεής
- -ές, Α1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν».[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί «μικρότερος σε αριθμό, λιγότερος», οπότε ο τ. είναι σύνθ. από την πρόθεση ὑπέρ και το ρ. δέω, δέομαι «έχω ανάγκη, έλλειψη» (πρβλ. ἐπι-δεής). Κατ' άλλους, το επίθ. πρέπει να συνδεθεί με τη λ. δέος «φόβος» (πρβλ. περι-δεής) και έχει τη σημ. «ατρόμητος». Τέλος, έχει προταθεί και η διόρθωση του χωρίου σε ὑπέρ Δία].
Dictionary of Greek. 2013.